δαιταλώμαι
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
δαιταλώμαι (-άομαι) (Α)
ευωχούμαι, τρώω ευχάριστα με παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιταλώμαι φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δαίταλος < δαις (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλεύς)].