δακρυοπότιστος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο ποτισμένος με δάκρυα
2. όποιος ποτίζεται συνεχώς με δάκρυα, όποιος προκαλεί συνεχή θλίψη («δακρυοπότιστη αγάπη»).