δειγματολήπτης

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

ο
1. αυτός ο όποιος παίρνει δείγματα διαφόρων εμπορευμάτων για να ελέγξει την ποιότητά τους και να προσδιορίσει την τιμή τους, για αγορά ή δασμολόγηση
2. ναυτ. μικρό μηχάνημα για τη λήψη δειγμάτων βυθού ή νερού με σκοπό την εξέταση της ποιότητάς τους.