δεκάγωνος

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Spanish (DGE)

-ον
mat. que forma un decágono, decagonal del número figurado o poligonal cuya forma en puntos corresponde a un decágono, Theo Sm.40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δέκα γωνίες
2. το ουδ. ως ουσ. δεκάγωνο
γεωμετρικό σχήμα με δέκα γωνίες.