δεκάγωνος

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Spanish (DGE)

-ον
mat. que forma un decágono, decagonal del número figurado o poligonal cuya forma en puntos corresponde a un decágono, Theo Sm.40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δέκα γωνίες
2. το ουδ. ως ουσ. δεκάγωνο
γεωμετρικό σχήμα με δέκα γωνίες.