δεκαταρχίς

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Spanish (DGE)

(δεκᾰταρχίς) -ίδος
decurional, de decurión ἐνδόξως στρατιᾶς ἄρξας δεκαταρχίδι τιμῇ en el epitafio de un decurión GVI 730.3 (Palestina III d.C.).