δενδρόβιος
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
δενδρόβιος, -α, -ο
1. (για διάφορα είδη ζώων) αυτός που ζει πάνω στα δένδρα
2. το ουδ. ως ουσ. γένος ορχεοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -βιος < βίος.