δεντρί

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (AM δενδρίον)
μικρό δένδρο
νεοελλ.
παροιμ. «όντας γεράσει το δεντρί, ξεράδια δεν του λείπουν» — ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει πάντοτε ενοχλήσεις στην υγεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρίον, από τον οποίο προέρχεται ο νεοελλ. τ. δεντρί, είναι υποκοριστικό του δένδρον.