δερματάς

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κατεργάζεται ή πουλάει δέρματα
2. πληθ. δερματάδες
ποικιλία αμπελιού.