δερματίς
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
[Seite 549] ίδος, ἡ, Haut, Phot. ep. 241.
δερματίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ δέρμα, Φώτ. Ἐπιστ. 364.
δερματίς (-ίδος), η (Μ)
μικρό δέρμα.