δεσμολύτης
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, Bandenlöser, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμολύτης: -ου, ὁ, λύων τὰ δεσμά, Χριστ. Πασχ. 2530· δεσμολύτις χάρις αὐτόθι Ϛ. 2568.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que desata los lazos, liberador ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada de Cristo Chr.Pat.447, cf. 2235.
Greek Monolingual
δεσμολύτης, ο (θηλ. -λύτις, η) (Μ)
αυτός που λύνει τα δεσμά, που ελευθερώνει.