δημευτικός

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Spanish (DGE)

-ή, -όν
público, expuesto en público γνώσεις Thdt.HE 5.18.16.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ δημευτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει σε δήμευση
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλει καταθλιπτική φορολογία, η οποία ισοδυναμεί με δήμευση («δημευτική φορολογία»)
II. επίρρ. με τρόπο δημευτικό, που ισοδυναμεί με δήμευση.