δημευτικός
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Spanish (DGE)
-ή, -όν
público, expuesto en público γνώσεις Thdt.HE 5.18.16.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ δημευτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει σε δήμευση
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλει καταθλιπτική φορολογία, η οποία ισοδυναμεί με δήμευση («δημευτική φορολογία»)
II. επίρρ. με τρόπο δημευτικό, που ισοδυναμεί με δήμευση.