δημοεξάπτης

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

δημοεξάπτης, ο (Μ)
αυτός που εξάπτει τον δήμο, ο δημεγέρτης.