διάζυξ
From LSJ
Spanish (DGE)
-υγος
náut., sent. dud., ref. un tipo esp. de barco de guerra, quizá de bancos separados, pero tal vez par, pareja de otro igual, uno de dos, de un par τριήρης Κουφοτάτη, Τολμαίου ἔργον, και(νή), δόκ(ιμος), δ. IG 22.1629.2, cf. 1628.19, 1632.123 (todas IV a.C.), τετρήρης IG 22.1629.276 (IV a.C.), σὺν ταῖς διάζυ[ξι] (sc. τριήρεσι) δυοῖν τ[α] ῖς Ἁρπαλείοις IG 22.1631.170 (IV a.C.).