διαβιβαστήριος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που αφορά στη διαβίβαση
2. εκείνος μέσω του οποίου συντελείται, γίνεται η διαβίβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στα Έγγραφα του Υπουργείου Παιδείας].