διαβίβαση

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
1. μεταβίβαση, μετάδοση, μεταφορά, αποστολή
2. (στον πληθ. και στη στρατιωτική ορολογία) οι διαβιβάσεις
το όπλο του στρατού που είναι επιφορτισμένο με την επικοινωνία τμημάτων, μονάδων, σωμάτων, όπλων, κλάδων, επιτελείων κ.λπ. του στρατού.