δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, -η, οεξοργισμένος υπερβολικά.