διαβολίζω

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, -η, ο
εξοργισμένος υπερβολικά.