διακίδνημι

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Spanish (DGE)

disipar, dispersar abscesos, Eun.VS 499, en v. pas. τὰ νέφη ... ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ ἡλιακοῦ φωτός) διακίδναται Iul.Ar.242.9, cf. διασκίδνημι.