διακεχωρισμένως

English (LSJ)

Adv., (διαχωρίζω) distinctly, Suid. s.v. διακεκριμένως, Sch.Opp.H.1.498.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαχωρίζω por separado, separadamente πρώην δ. ἐχόρευον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες Porph.ad Il.p.231, glos. a διακεκριμένως Sud., glos. a διακριδόν Sch.Opp.H.1.498, δ.· separatim, Gloss.2.271.

German (Pape)

[Seite 581] getrennt, Schol. Opp. H. 1, 502; Suid.