διαπετάζω

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Spanish (DGE)

1 extender χεῖρας Ps.Caes.218.622.
2 extender, esparcir, aventar (τοὺς κούφους) διαπετάζει εἰς καῦσιν αἰώνιον Ps.Caes.207.9.