διασκεπτήριος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάσκεψη
2. το ουδ. ως ουσ. το διασκεπτήριον
ο τόπος διεξαγωγής της διάσκεψης.