διασπαραγμός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
German (Pape)
[Seite 603] ὁ, das Zerfleischen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασπαραγμός: ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
rasgadura, desgarramiento τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764.
Greek Monolingual
ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, -εως)
κατακρεούργηση, κατασπάραξη.