διαστρωτήρ

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Spanish (DGE)

διαστρωτῆρος
• Grafía: graf. διαστροτήρ
sent. dud., prob. enlucido, revocado τρικαμάραι PNess.22.19, 26 (VI d.C.).