διαφορικό

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source

Greek Monolingual

το
1. μαθ. το γινόμενο της παραγώγου μιάς συναρτήσεως επί την ανεξάρτητη μεταβλητή της
2. (μηχ.) τμήμα μηχανής αυτοκινήτου, ντιφερανσιέλ.