Spanish (DGE)
colar, filtrar (ὕδωρ) de los poros de la tierra, Sch.A.Th.309e, en v. pas. διηθισμένον τὸ οὖρον Gal.19.577
•tamizar, cribar en v. pas. κονία ἀπὸ συκίνων ξύλων διηθισμένη Aët.6.63, ἀποβεβρεγμένος καὶ διηθισμένος ἄρτος Anon.Med.Acut.Chron.4.3.2.