διηθίζω

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Spanish (DGE)

colar, filtrar (ὕδωρ) de los poros de la tierra, Sch.A.Th.309e, en v. pas. διηθισμένον τὸ οὖρον Gal.19.577
tamizar, cribar en v. pas. κονία ἀπὸ συκίνων ξύλων διηθισμένη Aët.6.63, ἀποβεβρεγμένος καὶ διηθισμένος ἄρτος Anon.Med.Acut.Chron.4.3.2.