δινώ
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
Greek Monolingual
(I)
δινῶ (-έω) (Α)
βλ. δινεύω.
(II)
δινῶ (-όω) (Μ) δίνος
στρογγυλεύω κάτι με τόρνο.
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
(I)
δινῶ (-έω) (Α)
βλ. δινεύω.
(II)
δινῶ (-όω) (Μ) δίνος
στρογγυλεύω κάτι με τόρνο.