διωκαθεῖν

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monotonic

διωκαθεῖν: [ᾰ], απαρ. αορ. βʹ του διώκω, πρβλ. ἀμυναθεῖν.