δολάριο

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

το
νομισματική μονάδα τών ΗΠΑ κυρίως ($), του Καναδά ($CAN) και άλλων κρατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. dollar < αρχ. γερμ. daler < Thaler «τάλιρο»)].