δολιχοδρομώ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
(Α δολιχοδρομώ, -έω)
1. τρέχω, διαγωνίζομαι στον δόλιχο
2. διανύω μεγάλη απόσταση.