δολιχοδρομώ
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
(Α δολιχοδρομώ, -έω)
1. τρέχω, διαγωνίζομαι στον δόλιχο
2. διανύω μεγάλη απόσταση.
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(Α δολιχοδρομώ, -έω)
1. τρέχω, διαγωνίζομαι στον δόλιχο
2. διανύω μεγάλη απόσταση.