δοξολόγημα

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Spanish (DGE)

-ματος, τό
alabanza, glorificación Ephr.Ant. en Phot.Bibl.245b26.

Greek Monolingual

το (AM δοξολόγημα)
εγκωμιαστικός λόγος.