δρεπανιστής

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
segador Ast.Soph.Hom.15.5, Chrys.M.59.488, 61.773.

Greek Monolingual

(θηλ. -ίστρια) (AM δρεπανιστής, Μ και δρεπανίτης)
αυτός που θερίζει με δρεπάνι.