δυσαντιρρήτως
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Russian (Dvoretsky)
δυσαντιρρήτως: неопровержимо (εἰρηκέναι Polyb.).