δυσεκπέραντος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

δυσεκπέραντος: v. l. = δυσεκπέρατος.