δυσμενικῶς

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Russian (Dvoretsky)

δυσμενικῶς: Polyb. = δυσμενῶς.