δυσφρόνα

English (Slater)

δυσφρόνα : anxiety cf. West on Hes., Theogony, 102. τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας δυσφρονᾶν παραλύει (Snell: αφροσυν[ Π., δυσφροσύναν, -υνᾶν codd.: παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf: ἀφροσύνας Bowra e Σ: ἀφροσυνᾶν e Σ Mommsen, van Leeuwen) (O. 2.52) ]

Spanish (DGE)

-ας, ἁ
• Morfología: [plu. gen. δυσφρονᾶν Pi.O.2.52]
pena, aflicción τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας δυσφρονᾶν παραλύει el triunfar en la competición libera de aflicciones al que prueba fortuna Pi.l.c.