δύσπημα

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Spanish (DGE)

-ματος, τό
l. dud. calamidad, desdicha ἀμφότερα, μένειν πέμπειν τε, δυσπήματ' ἀμηνίτως ἐμοί A.Eu.481.