δώθε

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

και δώθενε και δώθες
εδώθε, προς τα εδώ, από εδώ, εδώ («από δώθενε μακριά», Σολωμ.)
2. (παρ), «δώθε πάν' οι άλλοι» — για διαφυγή από ανεπιθύμητη περιπέτεια.