εγγύθεν

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

ἐγγύθεν επίρρ. (AM)
1. από κοντά
2. κοντά
3. κοντά σε κάποιον.