εγκαταμείγνυμι

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

ἐγκαταμείγνυμι και εγκαταμειγνύω και εγκαταμίσγω (AM)
ανακατώνω με κάτι.