εγκαυχώμαι

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἐγκαυχῶμαι (-άομαι) (AM)
καυχώμαι για κάτι.