Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καυχώμαι

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, καυχάομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι)
μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «του αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
παινεύω, μιλώ υμνητικά, διαλαλώ κάτι
μσν.
1. (μτβ.) ελπίζω σε κάτι, αισιοδοξώ, φιλοδοξώ
2. (αμτβ.) θριαμβεύω («καυχᾱται ἡ Ῥωμανία ἐχθροὺς καθυποτάσσουσα», Διγ. Ακρ.)
3. ενεργ. καυχῶ, -άω
εξυμνώ
αρχ.
μιλώ δυνατά, μεγαλοφώνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ĝhau- «φωνάζω», από την οποία σχηματίστηκε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( ĝhau-ĝhaw-). Συνδέεται με το λιθουαν. šaukin «φωνάζω», το αρχ. ιρλδ. guth «φωνή», το αρμ. xausim «μιλώ» κ.ά. Στη Μεσαιωνική Ελληνική χρησιμοποιήθηκε και στην ενεργητική φωνή (καυχῶ), ενώ στη Νέα Ελληνική μεταπλάστηκε από -άομαι / -ῶμαι σε -ιέμαι (πρβλ. αγαπώμαι - αγαπιέμαι).
ΠΑΡ. καύχημα, καύχηση (ις)
αρχ.
καυχάς, καύχη, καυχήμων, καυχητής
αρχ.-μσν.
καύχος (II)
μσν.- νεοελλ.
καυχησιά.
ΣΥΝΘ. αρχ. εγκαυχώμαι, εκκαυχώμαι, κατακαυχώμαι].