εγκόλπωση

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

Greek Monolingual

η
αποδοχή, ενστερνισμός («εγκόλπωση θεωρίας»).