εθνωφελής

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

-ές
επωφελής, ωφέλιμος για το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849].