εκγιγαρτίζω

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ἐκγιγαρτίζω (Α)
αφαιρώ τα γίγαρτα, τα κουκούτσια.