εκπυρσοκρότηση

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

η
1. κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης
2. (για πυροβόλο όπλο) πυροβολισμός.