ανάφλεξη

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η (Α ἀνάφλεξις) αναφλέγω
1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας
2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους
3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ.