εκρηκτικός

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που εκρηγνύεται ή που μπορεί να εκραγεί, να υποστεί έκρηξη, να ξεσπάσει
2. επίρρ. εκρηκτικώς (-α)
με τρόπο που επιφέρει έκρηξη.