εκσπερματίζω
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
Greek Monolingual
(AM ἐκσπερματίζω)
εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω
νεοελλ.
(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση
αρχ.
(για γυναίκα) συλλαμβάνω.